- Νηρέως
- Νηρέω̆ς , ΝηρεύςNereusmasc gen sg (ionic)ΝηρεύςNereusmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νηρηίδα — η (Α Νηρηΐς και Νηρεΐς και συνηρ. τ. Νηρής) συν. στον πληθ. οι Νηρηίδες μυθ. οι πενήντα, ή κατ άλλους εκατό, κόρες τού Νηρέως και τής Δωρίδος, νύμφες που κατά τη μυθολογική παράδοση κατοικούσαν στα βάθη τής θάλασσας, ήταν ωραίες και αθάνατες και… … Dictionary of Greek
Τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ μυθ. θεά… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek